Λένα Παπαντώνη: Η τέχνη της παραπλάνησης

(Κατάντια για κάθε κοινωνία το να έχει ανάγκη τους «φιλάνθρωπους»)                  

 

 

Μόλις ένα χρόνο πριν ο, μέχρι τότε, λατρεμένος των μίντια και  υπερπροβεβλημένος πατήρ Αντώνιος της Κιβωτού παραδίδονταν στην πυρά με συνοπτικές διαδικασίες. Σε σύντομο χρονικό διάστημα ακολούθησε μια προσπάθεια αμαύρωσης του «Χαμόγελου του παιδιού» η οποία, μέχρι τη στιγμή που γράφεται αυτό το κείμενο, δεν είχε αίσιο τέλος για τους ενορχηστρωτές.

Θα το ξαναπώ, για πολλοστή φορά, ότι θεωρώ τη φιλανθρωπία κατάντια για κάθε κοινωνία που επαίρεται για τον πολιτισμό και την οργάνωσή της -τη δε υπερπροσφορά της δείγμα απόλυτου ξεπεσμού. Είναι άλλο η φιλανθρωπία και ο εθελοντισμός σε έκτακτες περιπτώσεις όπως πχ σε φυσικές καταστροφές και άλλο η υποκατάσταση της οφειλόμενης κρατικής μέριμνας από την ιδιωτική πρωτοβουλία. Με απλά λόγια στη χώρα μας -και σε κάθε χώρα που θέλει να λέγεται πολιτισμένη- το κράτος οφείλει να εξασφαλίζει τις συνθήκες ώστε  κανείς να μην  είναι άστεγος και πεινασμένος. Δεν μπορεί να είναι ζήτημα εθελοντισμού και ανθρωπιάς η κάλυψη των βασικών αναγκών.

Τέλος πάντων αυτή τη βδομάδα ξαναζούμε την ίδια ιστορία, τώρα με τον «Άλλο άνθρωπο» του Πολυχρονόπουλου που ελέγχεται από την Αρχή Καταπολέμησης Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες για απάτη και ξέπλυμα βρόμικου χρήματος και με αφορμή αυτό οδηγούμαι ξανά στα ίδια συμπεράσματα. Ξεκαθαρίζω πως δεν έχω καμία διάθεση να ασχοληθώ με την υπόθεση αυτή καθ’ αυτή, δεν επιθυμώ να καταδικάσω ή να αθωώσω τον -κάθε- Πολυχρονόπουλο. Δεν μπορώ όμως να αντισταθώ στον πειρασμό να σκεφτώ πως από όλους τους φιλάνθρωπους -με ή άνευ εισαγωγικών- της χώρας οι μόνοι που ελέγχονται και πιάνονται με τη γίδα στην πλάτη
είναι αυτοί που δεν έχουν εφοπλιστικό και επιχειρηματικό υπόβαθρο. Θα το αντιπαρέλθω και θα σταθώ, για ακόμη μια φορά δυστυχώς, στην ζέση με την οποία το σινάφι μου σπεύδει, ως Σανχεντρίν, να δικάσει, να καταδικάσει και να στείλει στο σταυρό με άρον άρον διαδικασίες τον «ένοχο». Αυτός που, μέχρι πρόσφατα, εξυμνούνταν για το έργο του είναι ο εθισμένος στον τζόγο που τρώει τα λεφτά του κοσμάκη με φωτογραφικές μάλιστα αποδείξεις προς επίρρωσιν  των καταγγελιών. Φυσικά έχει προεξοφληθεί ότι τα χρήματα που τζογάρει είναι κλεμμένα. Η υπόθεση δεν προηγείται απλώς της δίκης αλλά κατατίθεται ως αναντίρρητη βεβαιότητα. (Σκεφτείτε ότι αν υιοθετήσουμε αυτή τη λογική και αναρωτηθούμε με τι χρήματα πληρώνονται οι «συνάδελφοι» που εργάζονται σε ΜΜΕ για τους ιδιοκτήτες των οποίων υπάρχουν φημολογίες/υποθέσεις για εμπλοκή σε παράνομες δραστηριότητες -από λαθρεμπόριο καυσίμων, μέχρι εμπόριο ναρκωτικών- θα καταλήξουμε στο αβίαστο συμπέρασμα ότι τα μεγάλα ονόματα της δημοσιογραφίας στη χώρα χρησιμεύουν ως πλυντήρια βρόμικου χρήματος. Αλλά τότε θα κατηγορηθούμε για λαϊκισμό -στην καλύτερη- ή θα φορέσουμε τσιμεντένια υποδήματα).

Στην μεγάλη εικόνα, η σοβαρή δημοσιογραφία δεν θα  στεκόταν στο ότι κάποιος καταχράστηκε χρήματα φιλανθρωπιών αλλά με αφορμή αυτό θα αναδείκνυε τη σήψη μιας κοινωνίας εθισμένης στον τζόγο. Μιας κοινωνίας που -όπως γίνεται σε κάθε τριτοκοσμική, χρεοκοπημένη, χώρα που σέβεται τον εαυτό της- οι διαφημίσεις για τζόγο αποτελούν την συντριπτική πλειοψηφία. Θα αναδείκνυε το γεγονός ότι τα καζίνο έχουν γεμίσει πόλεις και χωριά και μια από τις μεγαλύτερες μορφές εθισμού είναι νομιμότατη και κατοχυρωμένη. Η σοβαρή και αδέσμευτη δημοσιογραφία, εφ’ όσον ήδη έχουν υπάρξει στοιχεία που μαρτυρούν πως «κάτι είναι σάπιο στο βασίλειο της φιλανθρωπίας», δεν θα προέτρεπε τον κοσμάκη να καταθέσει τον οβολόν του σε αμφιβόλου καθαρότητας άτομα και οργανώσεις αλλά πρώτα θα ερευνούσε κάθε γωνία και κάθε πτυχή όλων ανεξαιρέτως- των αφεντικών μη εξαιρουμένων- και μόνο εφ’ όσον ήταν βέβαιη  θα στήριζε με ρεπορτάζ, καμπάνιες και «μαραθωνίους».

Αν μη τι άλλο έτσι θα διασφάλιζε και τα νώτα της αποφεύγοντας να  βρεθεί σε πορεία πτώσης από τα σύννεφα. Η σοβαρή και αδέσμευτη δημοσιογραφία, σεβόμενη τη θέση της ως 4η εξουσία, ασκεί ως οφείλει, συνεχώς τον ερευνητικό και ελεγκτικό ρόλο της. Και φυσικά διαθέτει τη στοιχειώδη ικανότητα να διακρίνει τα μείζονα από τα ελάσσονα.  Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση δίνεται το δικαίωμα στη σκέψη να οδηγηθεί σε «μυστήριες οδούς». Η υπερπροβολή κάποιων θεμάτων της επικαιρότητας που σε παλαιότερες εποχές οριακά περνούσαν το κατώφλι του δελτίου, ως συμπληρωματικά πριν τον καιρό και τα αθλητικά, δεν μπορεί παρά να γεννά πονηρές σκέψεις. Φυσικά και θα ασχοληθούν οι «ειδήσεις» διεξοδικά και υπεραναλυτικά με τους φιλάνθρωπους -τόσο στις καλές όσο και στις κακές περιόδους τους, αναλόγως τι βολεύει- όπως θα ασχοληθούν με τον «γάμο της φοροδιαφυγής», την Πισπιρίγκου και τον Μπάμπη. Και μετά με το survivor και τα «εξαιρετικής ποιότητας και αισθητικής σίριαλ του σταθμού τους».

 Διότι έτσι θα μπορέσουν να μην ασχοληθούν ή να περάσουν στο ντούκου τις αγροτικές κινητοποιήσεις που υπαγορεύονται από τον εμπαιγμό των αγροτών αναφορικά με τα προβλήματά τους, με την εξεταστική για το έγκλημα των Τεμπών, με την ακρίβεια που αντιμετωπίζεται με λογική «πάω στον πόλεμο με όπλο κομφετί», με τη διάλυση της δημόσιας υγείας και την αναίσχυντη δήλωση του αρμόδιου υπουργού «με τα απογευματινά χειρουργεία το μέχρι χθες παράνομο φακελάκι καθίσταται νόμιμο», με την πλήρη απαξίωση της δημόσιας παιδείας- για να ανοίξει το αφεντικό ιδιωτικό «πανεπιστήμιο». Εννοείται φυσικά πως όλο αυτό δεν εκτυλίσσεται ερήμην μας αλλά με απόλυτη δική μας συνευθύνη. Διότι η παραπλάνηση είναι μεγάλη τέχνη αλλά το πόσο πετυχημένη θα είναι εξαρτάται από την ευκολία με την οποία το κοινό απολαμβάνει το έργο του δημιουργού.

Σχετικές δημοσιεύσεις